- μονοδάκτυλος
- μονο-δάκτυλος, einfingerig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονοδάκτυλος — η, ο (Α μονοδάκτυλος, ον) αυτός που έχει έναν μόνο δάκτυλο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μονοδάκτυλος ζωολ. αυτός που έχει ένα δάκτυλο σε κάθε άκρο, όπως λ.χ. το άλογο … Dictionary of Greek
μονοδάκτυλον — μονοδάκτυλος one toed masc/fem acc sg μονοδάκτυλος one toed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοδάκτυλοι — μονοδάκτυλος one toed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek